- στοιχήσει
- στοιχέωto be drawn up in a lineaor subj act 3rd sg (epic)στοιχέωto be drawn up in a linefut ind mid 2nd sgστοιχέωto be drawn up in a linefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
охоужати — ОХОУЖА|ТИ (3*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Уменьшать: ѥму же [солнцу] и много преходѧщю. имѣти мощь толику. ˫ако же ѿ конца. до конца ѡсвѣщати равно. и ни||какогоже охужати теплоты ѹдаленьемь. (ἀλαττοῦσϑαι вм. ἐλαττοῦσϑαι?) ГБ к. XIV, 171а–б. 2. Смирять,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στοίχηση — η / στοίχησις, ήσεως, ΝΑ [στοιχώ] νεοελλ. σχηματισμός σε ευθεία γραμμή αρχ. η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους διὸ καὶ οὐδ ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει … Dictionary of Greek